θάλλω

θάλλω
θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησεν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)
a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.
b causal, make to produce

οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

c met., flourish, prosper

ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.65

παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.21

νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) P. 9.8 οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6

τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17

θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1

παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc. ἡ Ὀποῦς) O. 9.16

εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.53

Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) N. 4.88

νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς N. 10.42

(ἀρετὰς)

αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4

ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair I. 7.49

τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52

Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.
d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θάλλω — sprout pres subj act 1st sg θάλλω sprout pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • Θαλλώ — Θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual Θαλλώ fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θαλλῷ — Θαλλός young shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλῷ — θαλλός young shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλώ — θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλω — Θάλλος masc nom/voc/acc dual Θάλλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλῳ — Θάλλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλον — θάλλω sprout pres part act masc voc sg θάλλω sprout pres part act neut nom/voc/acc sg θάλλω sprout imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θάλλω sprout imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθαλότα — θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (epic) θάλλω sprout perf part act masc acc sg (epic) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (doric) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”